- πτορθάκανθος
- πτορθάκανθος [ᾰκ], ον,A with spinous shoots, Thphr.HP6.1.3.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πτορθάκανθος — ον, Α (για φυτό) αυτός τού οποίου οι βλαστοί έχουν αγκάθια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πτόρθος «βλαστός» + ἄκανθος] … Dictionary of Greek
πτορθάκανθον — πτορθάκανθος with spinous shoots masc/fem acc sg πτορθάκανθος with spinous shoots neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πτορθάκανθα — πτορθάκανθος with spinous shoots neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)